διαδοχή

διαδοχή
διαδοχή, ῆς, ἡ (s. διάδοχος; Aeschyl., Thu. et al.; ins, pap, in var. mgs., esp. of persons; TestLevi 18:8; TestAbr A, 2 p. 78, 31 [Stone p. 4; of Abraham’s transfer from this life to the next]; Philo, Joseph., Just., Tat.; Ath. 28, 3) the quality or state of being later, succession ἐσχάτην εὐλογίαν, ἥτις διαδοχὴν οὐκ ἔχει the ultimate blessing that has no successor=the unsurpassable blessing GJs 6:2.—DELG s.v. δέχομαι p. 268. M-M. s.v. διάδοχος.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • διαδοχῇ — διαδοχή taking over from fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαδοχή — taking over from fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαδοχή — η (AM διαδοχή) 1. η ανάληψη κάποιας θέσης από άλλον 2. η άνοδος κάποιου στον θρόνο, στον οποίο διαδέχεται τον προκάτοχο του 3. επάλληλη τάξη ή σειρά προσώπων, γεγονότων, πραγμάτων 4. συρροή, συχνότητα 5. επέλευση, επακολούθηση 6. φρ. «κατὰ… …   Dictionary of Greek

  • κληρονομική διαδοχή — Αλλαγή συνόλου σχέσεων, δικαιωμάτων και υποχρεώσεων ενός ατόμου μετά τον θάνατό του. Το νέο πρόσωπο είναι ο κληρονόμος, το παλιό ο κληρονομούμενος και το σύνολο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων η κληρονομιά. Ο κληρονόμος συνήθως είναι καθολικός… …   Dictionary of Greek

  • διαδοχῆι — διαδοχῇ , διαδοχή taking over from fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαδοχαῖς — διαδοχή taking over from fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαδοχαῖσιν — διαδοχή taking over from fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαδοχαί — διαδοχή taking over from fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαδοχῆς — διαδοχή taking over from fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαδοχήν — διαδοχή taking over from fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαδοχῶν — διαδοχή taking over from fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”